εναιωρούμαι

εναιωρούμαι
(-έομαι) (Α ἐναιωροῦμαι)
νεοελλ.
αιωρούμαι, μετεωρίζομαι μέσα σε κάτι
αρχ.
1. επιπλέω σε υγρή επιφάνεια, περιπλανώμαι μέσα σε κάτι («πολὺν θαλάσςῃ χρόνον ἐναιωρούμενον» — περιπλανώμενον, Ευριπ.)
2. (απολ.) βρίσκομαι σε συνεχή κίνηση
3. ιατρ. «οὖρα ἐνηωρημένα» — που περιέχουν στερεές ουσίες αιωρούμενες μέσα τους, Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”